- παραιροῦμαι
- παραιρέωtake away frompres ind mp 1st sg (attic epic doric)παραιρέωtake away frompres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… … Dictionary of Greek
προσπαραιρούμαι — έομαι, Α αρπάζω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παραιροῦμαι «αποσπώ κάτι από κάποιον, αφαιρώ, παίρνω»] … Dictionary of Greek